- συνοδικώς
- ΜΑεπίρρ. βλ. συνοδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοδικῶς — συνοδικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδικός — ή, ό / συνοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοδος] αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης νεοελλ. 1. αστρον. όρος χρησιμοποιούμενος κατά τη μελέτη των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων τού ηλιακού συστήματος στην περίπτωση όλων τών κατά πλάτος… … Dictionary of Greek